ξαντός

ξαντός
-ή, -ό [ξαίνω]
1. ξασμένος, λαναρισμένος
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξαντός, το ξαντό
α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίδεση τραυμάτων αντί για γάζα
β) κουρέλια
3. (το ουδ.) είδος χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξαντός — ξαντός, ο και ξαντό, το νήμα από λινό ύφασμα για την επίδεση πληγών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεόξαντος — και νιόξαντος, η, ο (Α νεόξαντος, ον) αυτός που έχει λαναριστεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ξαντος (< ξαίνω), πρβλ. εύ ξαντος] …   Dictionary of Greek

  • πολύξαντος — ον, Α αυτός που τόν ξαίνουν, που τόν δέρνουν πολύ τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξαντός (< ξαίνω), πρβλ. νεό ξαντος] …   Dictionary of Greek

  • εύξαντος — εὔξαντος, ον (Α) (για μαλλί) αυτό που ξαίνεται καλά ή εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξαντός (< ξαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • ξαντό — το βλ. ξαντός …   Dictionary of Greek

  • διακηρύξαντος — διακηρύσσω proclaim by herald aor part act masc/neut gen sg διακηρύ̱ξαντος , διακηρύσσω proclaim by herald aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύξαντος — διορύσσω dig through aor part act masc/neut gen sg διορύ̱ξαντος , διορύσσω dig through aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλλάξαντος — καταλλά̱ξαντος , καταλήγω leave off aor part act masc/neut gen sg (doric) καταλλάσσω change aor part act masc/neut gen sg καταλλάσσω change aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμίξαντος — καταμί̱ξαντος , καταμίγνυμι aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπράξαντος — καταπράσσω accomplish aor part act masc/neut gen sg καταπράσσω accomplish aor part act masc/neut gen sg καταπρά̱ξαντος , καταπράσσω accomplish aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”